- γωνιαίος
- -α, -ο (AM γωνιαῑος, -α, -ον) [γωνία]1. αυτός που έχει γωνίες2. αυτός που βρίσκεται σε γωνίααρχ.φρ. «γωνιαῑον ῥῆμα» — λέξη που προφέρεται δύσκολα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γωνιαίου — γωνιαῖος on masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιαίους — γωνιαῖος on masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιαίῳ — γωνιαῖος on masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιαία — γωνιαίᾱ , γωνιαῖος on fem nom/voc/acc dual γωνιαίᾱ , γωνιαῖος on fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Notogoneus osculus — Dieser Artikel wurde aufgrund von formalen und/oder inhaltlichen Mängeln in der Qualitätssicherung Biologie zur Verbesserung eingetragen. Dies geschieht, um die Qualität der Biologie Artikel auf ein akzeptables Niveau zu bringen. Bitte hilf mit,… … Deutsch Wikipedia
ακρογωνιαίος — α, ο (Α ἀκρογωνιαῑος, α, ον, Μ και ἀκρόγωνος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γωνία, στο σημείο όπου συναντώνται δύο πλευρές 2. φρ. «ακρογωνιαίος λίθος» α) (για οικοδομήματα) ο βασικός, ο θεμέλιος λίθος εξωτερικής γωνίας κτηρίου β) στήριγμα, βάση … Dictionary of Greek
εξαγωνιαίος — α, ο (Α ἑξαγωνιαῑος, ον) εξάγωνος αρχ. το ουδ. ως ουσ. το ἑξαγωνιαῑον εξάγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + γωνιαίος < γωνία] … Dictionary of Greek
μασχαλιαίος — α, ο (Α μασχαλιαῑος, αία, ον) [μασχάλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στη μασχάλη (α. «μασχαλιαία αρτηρία» β. «μασχαλιαία λεμφογάγγλια») αρχ. φρ. «μασχαλιαία πλίνθος» κόσμημα κίονα ή, κατ άλλους, γωνιαίος λίθος … Dictionary of Greek
ԱՆԿԻՒՆ — (կեան կամ կիւնի, կեանց.) NBH 1 0174 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c գ. ԱՆԿԻՒՆ գրի եւ ԱՆԳԻՒՆ.(լծ. լտ. անկուլուս. յն. ղօնի՛ա, ղօ՛նիօս. պ. խիւնկ, փիւնճ. ռմկ. գունջ) ... γωνία angulus Տեղի՝ յոր յանգին անձկութեամբ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆԿԻՒՆԱԿԱԼ — ( ) NBH 1 0174 Chronological Sequence: 12c, 13c ա. Որ պինդ ունի զանկիւնս երկուց որմոց. որպիսի է վէմն անկեան. ըստ յն. անկիւնական. γωνιαῖος angularis (lapis) *Զանկիւնակալ քարն առաւել ընտրութեան արժանի վարկանին: Ի հիմունսն վէմ, եւ յանկիւնսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)